δειμα

δειμα
    δεῖμα
    -ατος τό
    1) боязнь, страх, ужас
    

(δ. φέρειν τινί Hom.; περὴ δείματι φεύγειν τινά Pind.; ἐς δ. πεσεῖν Her.; φόβοι καὴ δείματα Thuc., Plat.; δ. καὴ τάρβος Plut.)

    δείματός τι μέρος ἔχειν Soph. — быть подверженным страху

    2) предмет страха
    

(δ. τοῦ νυκτέρου Soph. и δείματα νυκτερινά Plut.)

    3) страшилище
    

δεινὰ δειμάτων ἄχη Aesch. и δείματα θηρῶν Eur. — страшные звери, чудовища


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δειμα" в других словарях:

  • δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… …   Dictionary of Greek

  • Δεῖμα — Δείμας masc voc sg (doric aeolic) Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεῖμα fear fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖμα — δέμω build aor ind act 1st sg (homeric ionic) δεῖμα fear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεῖμ' — Δεῖμα , Δείμας masc voc sg (doric aeolic) Δεῖμα , Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεῖμαι , Δείμας masc nom/voc pl (doric aeolic) Δεῖμα , Δεῖμα fear fem nom/voc sg Δεῖμαι , Δεῖμα fear fem nom/voc pl Δεῖμε , Δεῖμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δείμας — Δείμᾱς , Δείμας masc acc pl (doric aeolic) Δείμᾱς , Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεί̱μᾱς , Δεῖμα fear fem acc pl Δεί̱μᾱς , Δεῖμα fear fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμασι — δείμᾱσι , δέμω build aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) δεί̱μασι , δεῖμα fear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμασιν — δείμᾱσιν , δέμω build aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) δεί̱μασιν , δεῖμα fear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δείμαο — Δείμᾱο , Δείμας masc gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμας — δείμᾱς , δέμω build aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμασαν — δείμᾱσαν , δέμω build aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»